- καταρώμαι
- (AM καταρῶμαι, -άομαι)βλ. καταριέμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταρῶμαι — καταράομαι call down curses upon pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) καταράομαι call down curses upon pres ind mp 1st sg καταράομαι call down curses upon pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) καταράομαι call down curses upon pres subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταριέμαι — και καταργιούμαι και καταρώμαι (AM καταρῶμαι, άομαι) 1. εκφράζω την επιθυμία να πάθει κάποιος κακό, ξεστομίζω κατάρα (α. «μην τόν καταριέσαι γιατί είναι παιδί σου» β. «τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε ὀπίσσω», Ομ. Οδ.) 2. (μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
αρώμαι — ἀρῶμαι ( άομαι) (Α) 1. προσεύχομαι, παρακαλώ, ζητώ 2. καταριέμαι κάποιον για κάτι 3. τάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρά*. ΣΥΝΘ. αρχ. νεοελλ. καταρώμαι αρχ. αναρώμαι, απαρώμαι, διαρώμαι, εναρώμαι, εξαρώμαι, επαρώμαι] … Dictionary of Greek
επικαταρώμαι — ἐπικαταρῶμαι, άομαι (Α) [καταρώμαι] 1. καταριέμαι κάποιον με πάθος, εκφέρω κατάρες 2. (για νερό) αυτό που επάνω του έχουν απαγγελθεί κατάρες εναντίον τού ενόχου που τό πίνει («ὕδωρ ἐπικαταρώμενον», ΠΔ) … Dictionary of Greek
κατάρα — (Qattara). Τεκτονικό βύθισμα (30.000 τ. χλμ.) στη βόρεια Αφρική, 200 χλμ. Δ του Καΐρου και 50 χλμ. Ν του Ελ Αλαμέιν. Το βαθύτερο σημείο του, το οποίο αποτελείται από αλμυρά έλη, σωρούς ορυκτού άλατος και στρώματα άμμου, βρίσκεται 134 μ.… … Dictionary of Greek
κατάραμα — κατάραμα, τὸ (Α) [καταρώμαι] η κατάρα … Dictionary of Greek
κατάρασις — κατάρασις, ἡ (Α) [καταρώμαι] το να καταριέται κάποιος κάποιον … Dictionary of Greek
κατάρατος — η, ο (AM κατάρατος, ον) [καταρώμαι] ο άξιος κατάρας, ο μισητός … Dictionary of Greek
καταρέομαι — (Α) ιων. τ. τού καταρώμαι* … Dictionary of Greek
καταραμός — καταραμός, ὁ (Μ) [καταρώμαί] ο αναθεματισμός, η κατάρα … Dictionary of Greek